Ανακοίνωση 345/15.01."2018"

Είναι γνωστό σε όλους ότι το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών (ΥΣΕΕ) είναι ο φορέας της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας και όχι πολιτικός φορέας ή κόμμα. Για τον λόγο αυτόν, δεν αναμειγνύεται σε πολιτικές ή κομματικές αντιπαραθέσεις, ούτε συμμετέχει σε δημόσιες λογοτριβές που προκύπτουν από νεωτερίστικες αντιθέσεις και δίπολα (δεξιά - αριστερά, κομμουνισμός - φασισμός, εθνικισμός - διεθνισμός, κ.ο.κ.).

Όμως σε μείζονα εθνικά ζητήματα, όπως αυτό που ανακινείται για μια ακόμη φορά και αφορά το όνομα του γειτονικού κράτους των Σκοπίων, οφείλει να αναδεικνύει τις ιστορικές πτυχές τού ζητήματος, με σύνεση και νηφαλιότητα, συμβάλλοντας σε μία λύση που δεν θα βλάψει τα εθνικά συμφέροντα, ούτε θα υπονομεύσει, σε βάθος χρόνου, την εθνική μας ακεραιότητα και την τύχη των μελλοντικών γενεών.

Θέμα ελληνικότητας των αρχαίων Μακεδόνων δεν υπάρχει, γιατί απλώς ο σαρωτικός εξελληνισμός του τότε γνωστού κόσμου, για τουλάχιστον δύο αιώνες μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είχε τους Μακεδόνες ως πρωτοστατούντες. Αυτό τεκμηριώνεται περίτρανα και από τις πάμπολλες ιστορικές πηγές και από τα άπειρα αρχαιολογικά ευρήματα. Οποιαδήποτε απόπειρα συζήτησης περί της εθνικής κατατάξεως των Μακεδόνων, υπό οποιοδήποτε πρόσχημα και από τους οποιουσδήποτε καλοθελητές, είναι εκ του πονηρού.

Την περιοχή για την οποία γίνεται η όλη συζήτηση, η οποία είναι σαφώς μικρότερη σε έκταση από τα σημερινά όρια του κράτους των Σκοπίων, οι Ρωμαίοι την ονόμασαν «Δεύτερη Μακεδονία» («Macedonia Secunda»), μετά την επικράτησή τους στην ευρύτερη περιοχή, όπως ακριβώς ονόμασαν «Αχαΐα» ολόκληρη την Πελοπόννησο, παρ' όλο που εκείνη ακριβώς την εποχή, ένας Σπαρτιάτης έβγαζε φλύκταινες στην ανάμνηση και μόνον της «Αχαϊκής Συμπολιτείας». Επρόκειτο όμως για καθαρά διοικητική ονομασία της περιοχής των Σκοπίων και μάλιστα σε μίαν εποχή που δεν είχαν καν πλησιάσει την χερσόνησο του Αίμου οι Σλάβοι.

Κατά τον 19ο αιώνα και ενώ η Οθωμανική αυτοκρατορία κατέρρεε, οι ορθόδοξοι Ρώσοι μετά την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), ευνόησαν προκλητικά την δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας», με στόχο τον πλήρη έλεγχο της Βαλκανικής χερσονήσου και των «θερμών θαλασσών». Στην «Μεγάλη Βουλγαρία» ενέταξαν ολόκληρη την γεωγραφική Μακεδονία, δηλαδή αυτήν που ανήκει σήμερα στην Ελλάδα (πλην Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής), αυτήν που ανήκει στα Σκόπια και αυτήν που ανήκει σήμερα στη Βουλγαρία. Σε όλες τις περιοχές αυτές, υπήρχαν συμπαγείς και ακμάζουσες Ελληνικές κοινότητες.

Μάλιστα δε, με την συναίνεση των Τούρκων, δημιούργησαν το δίπολο «Εξαρχία - Πατριαρχείο», διχάζοντας τους πληθυσμούς της περιοχής, καθώς οι δηλώνοντες «Εξαρχικοί» θεωρούντο αυτομάτως βουλγαρίζοντες, ενώ οι δηλώνοντες «Πατριαρχικοί» θεωρούντο ακραιφνείς ρωμιοί. Το Πατριαρχείο της Νέας Ρώμης και ιδίως η Εκκλησία της Ελλάδος, που είχε για τα δικά της στενά και μυωπικά συμφέροντα ταυτίσει την ελληνικότητα με την Ορθοδοξία, θέλοντας να συντηρήσουν την επιρροή τους επάνω στους πληθυσμούς της περιοχής, όξυναν περαιτέρω τις εντάσεις, θεωρώντας ότι «Έλληνες (εννοώντας βεβαίως Ρωμιοί) είναι μόνο οι Πατριαρχικοί».

Κάπου εκεί άρχισε να εμφανίζεται το ιδεολόγημα του «Μακεδονισμού», κατά το οποίο «οι Μακεδόνες δεν είναι Έλληνες». Μάλιστα δε το γλωσσικό ιδίωμα των δίγλωσσων Μακεδόνων το ονόμασαν «Μακεδονική γλώσσα».

Ακόμη και μετά τον Μακεδονικό αγώνα, τους Βαλκανικούς πολέμους και την οριστική χάραξη των συνόρων με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), το θέμα ανακινείται, από καιρού εις καιρόν.

Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το αδύναμο τότε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος θέλησε να γίνει μέλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Μόσχα), το Βουλγαρικό και το Γιουγκοσλαβικό αντίστοιχο Κόμμα έθεσαν ως προϋπόθεση για την ένταξή του, να δηλώσει ότι συμφωνεί να σχηματισθεί ανεξάρτητο κομμουνιστικό κράτος με το όνομα «Μακεδονία», το οποίο να συμπεριλαμβάνει ολόκληρη την Βόρειο Ελλάδα.

Στο τέλος του πολέμου, δημιουργήθηκε η Κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία και ο Τίτο έδωσε στο νότιο τμήμα της χώρας, που μέχρι τότε ονομαζόταν «Vardarska», το όνομα «Μακεδονία», με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να βρεθεί στο μέλλον η ευκαιρία να φθάσουν τα σύνορα της χώρας του στο Αιγαίο.

Δυστυχώς, εμείς εδώ στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο οδηγηθήκαμε σε εμφύλιο αλληλοσπαραγμό, κατά τον οποίο όλες οι κυβερνήσεις επιζητούσαν την βοήθεια των Δυτικών Δυνάμεων, οι οποίες όμως δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τον Τίτο, ελπίζοντας ότι τελικά θα διέκοπτε τις σχέσεις του με την Μόσχα. Για τον λόγο αυτόν, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ, ενώ η Διεθνής Κοινότητα γνώριζε πολύ καλά ότι, με το όνομα αυτό, ο Τίτο επεδίωκε την δημιουργία της «Μακεδονίας του Αιγαίου».

Τότε κατασκευάστηκε και ο μύθος της καταγωγής των κατοίκων της περιοχής αυτής από τον Μέγα Αλέξανδρο και οι συνακόλουθες ιδέες αλυτρωτισμού και με αυτές τις ανιστόρητες ανοησίες γαλουχήθηκαν ως σήμερα μερικές γενεές. Κατά την δεκαετία του 1990, όταν διαλυόταν η Γιουγκοσλαβία, η ρητορική των Σκοπίων, με την στήριξη των Αμερικανών, απέκτησε ιδιαίτερα επιθετικά χαρακτηριστικά, καθώς ο αμερικανικός παράγοντας, μέσω της στήριξης των Σκοπίων, επεδίωξε και εξακολουθεί να επιδιώκει τον στρατηγικό έλεγχο της περιοχής.

Από την νεοελληνική πλευρά, η ελέγχουσα σχεδόν τα πάντα Εκκλησία, παραμένοντας εγκλωβισμένη στην «λογική» της, ότι τάχα «Έλληνες» (εννοεί Ρωμιοί) είναι μόνον όσοι επηρεάζονται από αυτήν, καθισταμένη έτσι σημαντικό τμήμα του όλου προβλήματος, θολώνει τα νερά με εξαλλοσύνες και λαοσυνάξεις, προσπαθώντας (με υποστήριξη από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ) κατά τον πάγιο πόθο της να υποκαταστήσει το αδύναμο, σχεδόν εθνικά ανάπηρο, νεοελληνικό Κράτος, στο οποίο θα αναφερθούμε στην αμέσως επόμενη παράγραφο. Για την Εκκλησία, κατά την οποία «δεν είναι Έλληνες» ούτε οι ρωμαιοκαθολικοί της Νοτίου Ιταλίας, ούτε οι μουσουλμάνοι Πόντιοι, ούτε οι εθνικοί Καλάς του Πακιστάν, κ.ο.κ., η έξαλλη και εθνοκάπηλη ρητορική της επάνω στο θέμα, δεν έχει να κάνει με κάποια ευαισθησία της για την ανάδειξη του πραγματικού Ελληνισμού (τον οποίο μανιωδώς πολεμά πάντα και παντού), αλλά εξαντλείται στην εσωστρεφή κατοχύρωση χώρων επιρροής και σχέσεων εξουσίας.

Η «κοσμική» τώρα πλευρά, δηλαδή το νεοελληνικό Κράτος, η κυβέρνησή του και τα περισσότερα πολιτικά κόμματα δηλώνουν στις ημέρες μας με κάθε άνεση ότι δέχονται την οποιαδήποτε σύνθετη ονομασία με χρήση της λέξεως «Μακεδονία», αρκεί να κλείσει σύντομα το θέμα, αδιαφορώντας για την τύχη των, Ελληνικής καταγωγής, κατοίκων των Σκοπίων και παραβλέποντας τα θέματα ανθελληνικής προπαγάνδας και αλυτρωτισμού, αφού οι κύκλοι που συντονίζουν αυτή την προπαγάνδα, εξακολουθούν με πλήρη ένταση να ισχυρίζονται ότι «πρωτεύουσα του κράτους τους είναι η Θεσσαλονίκη».

Αν πράγματι οι κάτοικοι του κράτους των Σκοπίων νιώθουν Μακεδόνες, τότε αυτομάτως είναι Έλληνες και η ρεαλιστική και οριστική λύση του προβλήματος, είναι η ένωση των Σκοπίων στην Ελλάδα. Αν πάλι δεν θέλουν να είναι Έλληνες και ούτε ενοποίηση με την Ελλάδα, τότε ας επιλέξουν ένα όνομα που δεν προσβάλλει την Ιστορία, την λογική και την αισθητική των όπου γης μορφωμένων ανθρώπων.

Στην παρούσα συγκυρία η αποδοχή οιουδήποτε ονόματος με γεωγραφικό, χρονικό, ή άλλον προσδιορισμό που κάνει χρήση της λέξεως Μακεδονία (Βόρεια Μακεδονία, Άνω Μακεδονία, Νέα Μακεδονία, Σλαβομακεδονία, κ.ο.κ.), δεν λύνει το πρόβλημα, αλλ' αντιθέτως το περιπλέκει και μεταθέτει στο μέλλον την όποια λύση και τις μάλλον κακές παρενέργειές της.