Ανακοίνωση 412/ 25.06."2022"
Η Τυνησία τόλμησε αυτό που εδώ θεωρείται σχεδόν αδιανόητο πλέον, να θέσει υπό κατάργηση την κρατική υπόσταση του Ισλάμ. Σε αντίθεση με το ελληνόφωνο απομεινάρι του ανθελληνικού Βυζαντίου και της οθωμανικής κατάκτησης, που αναγνωρίζει ως νόμιμες τις συμφωνίες μεταξύ των Οθωμανών και των ορθόδοξων συνεργατών τους, οι οποίοι αξιώνουν όχι μόνο εδαφική κυριαρχία «μέχρι εκεί που βλέπει το (ορθόδοξο) μάτι μας», αλλά ουσιαστικά συγκυβερνούν μαζί με την εκάστοτε εκλεγμένη μεν, πνευματικά υπόδουλη δε, κυβέρνηση.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η παρά φύσιν συνύπαρξη μιας εκλεγμένης κυβέρνησης και του αυτοαναφορικού θρησκευτικού εσμού των ορθοδόξων, βαίνει επιδεινούμενη εις βάρος των πολιτικών και θρησκευτικών ελευθεριών, καθώς και ως προς την έννοια της απόδοσης δικαίου. Η παρά φύσιν συγκυβέρνηση τείνει ημέρα με την ημέρα προς την θρησκευτική της ολοκλήρωση, ως ανεπίσημη και άρα μη ορατή θεοκρατία.
Η ορθόδοξη εκκλησία και τα παρακρατικά της υποκαταστήματα ελέγχουν πλέον σε μεγάλο βαθμό την δικαιοσύνη (όλοι θυμούνται την αθώωση Εφραίμ του βατοπεδινού μετά από απαίτηση του ορθόδοξου Β. Πούτιν, τα παραδικαστικά Ι & ΙΙ, την ομολογία υψηλόβαθμων δικαστικών ότι έχουν «πνευματικό», την παραδοχή του Στ. Ματθία, πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου, ότι η εκκλησία προωθεί πιστούς χριστιανούς στις ανώτατες δικαστικές θέσεις για να εξυπηρετήσουν αργότερα τις απαιτήσεις της, κλπ). Η ορθόδοξη εκκλησία επηρεάζει και ελέγχει πνευματικά συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα που προωθούν τον ορθόδοξο πανσλαβισμό, ελέγχει την συγγραφή των σχολικών βιβλίων μέσω της πνευματικοθρησκευτικής εξάρτησης της πλειοψηφίας των συγγραφικών επιτροπών που πρώτα είναι ορθόδοξοι χριστιανοί και ύστερα κατ΄αντινομία παιδαγωγοί. Έτσι η εκπαίδευση αντί να διαμορφώνει υπεύθυνους πολίτες, παράγει μαζικά εθελόδουλους πιστούς.
Αποτέλεσμα όλης αυτής της πνευματικής υποδούλωσης των πολιτικών υπαλλήλων στην θρησκεία της ερήμου είναι η τοποθέτηση της χώρας μας ανάμεσα στις τρεις υψηλότερες θέσεις στην επαίσχυντη κλίμακα της ευνοιοκρατίας προς την «επικρατούσα» ορθόδοξη αυταρχία. Μία κατάταξη που αποτελεί όνειδος για ένα κράτος που θέλει να λογίζεται ότι ανήκει στην πολιτισμένη πλευρά του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Εκεί δηλαδή που επιτρέπεται η ελευθερία της γνώμης, τουλάχιστον ακόμα, και θεωρείται ότι η κριτική και αμφισβήτηση, χωρίς εξαιρέσεις και ταμπού, αποτελούν κομμάτι του δυτικού πολιτικού πολιτισμού που κληρονομήθηκε από τους Έλληνες.
Οι πολιτικές προτεραιότητες που απολαμβάνει η ορθόδοξη αυταρχία εις βάρος των πολιτικών και θρησκευτικών ελευθεριών θέτουν πλέον σε δοκιμασία τον ίδιο τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του νεοελληνικού κράτους, το οποίο εδώ και 200 έτη έχει εσωτερικεύσει την ορθόδοξη αποστροφή για τον Διαφωτισμό και την εκκοσμίκευση. Η ορθόδοξη μάστιγα του δημόσιου και ευρωπαϊκού ταμείου παρασιτεί εδώ και 1700 χρόνια πάνω στο σώμα της Ελλάδος, ενώ τα τελευταία 200 έτη υπονομεύει ανοικτά το μέλλον και την προοπτική της παλινόρθωσης του Ελληνισμού, στηριζόμενη στα νομικά ερείσματα που της παραχωρεί η συνταγματική αναφορά που την χαρακτηρίζει ως επικρατούσα.
Το κυρίαρχο πρόβλημα της χώρας είναι πολιτισμικό και είναι αυτό που εμπεριέχει όλα τα επιμέρους οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά προβλήματα. Η πολιτισμική καθυστέρηση προέρχεται από την συγκυβέρνηση κράτους-εκκλησίας, μιας συγκυβέρνησης που τελικά χριστιανοποίησε το κράτος προς έναν βαθύτατο θεοκρατικό συντηρητισμό, τον οποίο πλέον αδυνατεί να διορθώσει ακόμα και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών θεωρεί ότι πλέον ο πλήρης και αμετάκλητος διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας δεν είναι απλώς κοινωνικά ώριμος, αλλά αποτελεί μια εθνική επιτακτική ανάγκη που θα απελευθερώσει τον Ελληνισμό και θα του επιτρέψει να κοσμήσει ξανά τον παγκόσμιο πολιτισμό.
Αρετή και Τόλμη χρειάζεται.