Όταν επινοήθηκε ο μονοθεϊσμός κατά την αιχμαλωσία των Ιουδαίων από τους Βαβυλώνιους στα τέλη του πέμπτου αιώνος, ο χώρος και ο χρόνος γύρω από την κατασκευασμένη θρησκεία όφειλε να γεμίσει με προϊστορία και θεολογικές υποχρεώσεις από τον αιχμάλωτο λαό προς τον «θεό» του. Επινοήθηκε τότε ένα σώμα φανταστικών ιστοριών το οποίο θα απέδιδε ιστορικό βάθος στην αιχμάλωτη φυλή -η φυγή από την Αίγυπτο αυτή την ανάγκη αποκαθιστά- όσο και θεολογικό υπόβαθρο στη σχέση του περιούσιου λαού με τον θεό του. Το αιχμάλωτο ιουδαϊκό ιερατείο αντέγραψε από τους Εθνικούς την φόρμα του μύθου και την γέμισε με φανταστικές ιστορίες θεολογικής καταστολής των Εθνικών. Ιστορίες οι οποίες ολοκληρώνονται με κατασφαγή των αλλόπιστων και αποτρόπαιες εμφανίσεις του ευχαριστημένου πλέον γιαχωβά που επιτέλους εξοντώθηκαν τα Έθνη από τον κόσμο του.

Την σκυτάλη της φαντασιοπληξίας και του άγχους για ιστορική αυτοεπιβεβαίωση, θα λάβουν λίγους αιώνες αργότερα τα πνευματικά τέκνα του λαού του Ισραήλ, οι χριστιανοί και θα γεμίσουν τις ατελείωτες ώρες απομόνωσης της μοναστηριακής ζωής με το μυθώδες μαρτυρολόγιο δήθεν χιλιάδων πιστών που προτίμησαν τον θάνατο και τα μαρτύρια από την επιστροφή σε μια φυσιολογική ζωή στον κόσμο των Εθνικών. Το ψεύδος, το παραλήρημα, η φαντασίωση λαμβάνουν εγκυρότητα στα γραπτά του μονοθεϊσμού γιατί αντιγράφουν την φόρμα του έγκυρου μύθου από τους Έλληνες Εθνικούς.

Ο μύθος για τους Έλληνες δεν αποτελεί μια αφελή ιστορία για να γεμίζει ο χώρος και ο χρόνος γύρω από αυτούς που τον αφηγούνται. Ο μύθος είναι η έκφραση του θεϊκού «ενεργείν» στον εκδηλωμένο Είναι μέσα από τη γλώσσα του συμβολικού. Συνοδεύει την εναλλαγή των γενεών ως το κοινό αφήγημα που εξηγεί το «εμείς» από την μητέρα στην κόρη, από τον πατέρα στο γιο, από την κοινότητα στον πολίτη, από τον ιερουργό στους μυούμενους. Παιδαγωγεί τους ανθρώπους που τον μοιράζονται και τον αποδέχονται στην γνώση του Είναι, ως την ιδιαίτερη δική τους πνευματική κληρονομία. Γίνονται έτσι κοινωνοί του μύθου και αποτελούν τα ζώντα τμήματα της Παράδοσης που ομνύει στο αξιακό σύστημα των αρετών και διαμορφώνει καθημερινό Έθος.

Ο μύθος δεν αφορά τους παλαιούς χρόνους αλλά βρίσκεται διαρκώς παρών. Η ερμηνεία του μύθου δεν αφορά τους χρόνους όταν αποτυπώθηκε στην προφορική ή στην γραπτή παράδοση, γιατί ο πυρήνας του αληθούς που αποκρύβεται μέσω της αλληγορίας, έχει καθολική ισχύ ανεξάρτητη από τον χρόνο. Η αναφορά του παραμένει εναργής μέσα στο αιώνιο παρόν.

Ο μύθος ομολογεί το αληθές μέσα από την αλληγορία, τον συμβολισμό, την προσωποποιημένη σύζευξη των τριών κόσμων. Ο μύθος φέρει ως πυρήνα αληθείας τα ανάλογα τμήματα της οντικής λειτουργίας για τα οποία ομιλεί. Πίσω από την προσωποποίηση αποκρύβει μια καθολική και αδιαπραγμάτευτη αλήθεια για το Είναι. Ο μύθος ωστόσο, δεν επιβάλλει την αλήθεια του, παιδεύει τον άνθρωπο να «βλέπει» μέσα από τα μάτια της παράδοσης.

Ο μύθος δεν διαπραγματεύεται το καθολικό Είναι που κρύβει εντός του, η παιδαγωγική του δυναμική όμως επιτρέπει στον άνθρωπο να σφάλλει και να παρερμηνεύει, όχι την ουσία του αληθούς, αλλά την επίδρασή της μέσα στο φαίνεσθαι. Εξίσου ο μύθος επιτρέπει στον άνθρωπο να ερμηνεύει με αγχίνοια τα σημεία του και να γίνεται έτσι ένα ενεργό υποκείμενο στην διαλεκτική του κόσμου. Ο μύθος φέρει το χάρισμα να ξεγελά όσους εχθρεύονται την αλήθεια του και τους οδηγεί σε αντιφατικά αδιέξοδα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ευημεριστική ερμηνεία η οποία οδηγεί στην άρνηση της ιερότητος του ζωντανού Κόσμου και στο τέλος καταλήγειστην άρνησή του, δηλαδή στην αθεϊα. Αυτοί που ψάχνουν να βρουν την χρονολογία γέννησης και θανάτου του Ηρακλή, απλώς ματαιοπονούν. 

Οι δικοί μας μύθοι ακριβώς επειδή αντανακλούν μια όψη του αληθούς, τέμνονται με την οντολογία, την ιστορία και την ελληνική θεολογία, όπως γίνεται εμφανές από τον ορφικό ύμνο προς τιμήν του Θεού Ηρακλή που εντυπώθηκε στην παράδοση για να καταδείξει την ηλιακή πλευρά που φέρει κάθε όν που έχει προικισθεί με τον Λόγο και άρα καθίσταται δυνάμενο μιμήσεως της πορείας του θνητού Ήρωα Ηρακλή έως την αποθέωση που γνώρισε Αν δούμε προσεκτικά τον ύμνο θα βρούμε όλα τα σημεία που καθιστούν τον μύθο ως την παροντική υπενθύμιση της αλληλεπίδρασης μεταξύ της ενεργητικής και παθητικής αρχής, μεταξύ των θνητών και των αθανάτων, μεταξύ του κατώτερου και του ανώτερου εαυτού. 

[...] Το επίθετο «αιολόμορφε», που βιαβάζουμε στον ύμνο, αφορά την ικανότητα της θεότητας του Ηρακλέους να αλλάζει μορφές κατά την περίοδο του έτους. Ξεκινά με το Τριέσπερο όπου ο θεός συλλαμβάνεται κατά τι τρεις ημέρες του χειμερινού Ηλιοστασίου που ο Ήλιος στέκεται ακίνητος στο ουράνιο στερέωμα. Εμφανίζεται ως νεογέννητος Ηρακλής-Διόνυσος κατά την απαρχή του νέου γήινου κύκλου γύρω από τον Ήλιο, στη συνέχεια μέσα στον ηλιακό χρόνο, ως κλέος της Ήρας που ξεπερνά τις δοκιμασίες που του έθεσε η Θεά ώστε να τον βοηθήσει να «κάψει» τον θνητό-«βαρύ» εαυτό του. Μετά έχοντας απολέσει την θνητότητα, μπορεί να κατέλθει με την Περσεφόνη στον κάτω κόσμο, να μεταφέρει την πύρινη πνοή που είναι απαραίτητη στον σπόρο που κοιμάται μέσα στη γη ώστε να ξαναβλαστήσει. 

Η αρχή αυτής της καθόδου συμβαίνει κατά την φθινοπωρινή ισημερία, έως το χειμερινό Ηλιοστάσιο όπου το φως θα αρχίσει να υπερνικά το σκοτάδι, ο Ήλιος καθίσταται «Δημήτριος» δηλαδή ο «Ήλιος των Νεκρών». Ο Ηρακλής βασιλεύει σε αυτό το μεσοδιάστημα, είναι η πλήθυνση του Ηλίου που προσανατολίζει το θεϊκό πύρινο κομμάτι της ανθρώπινης συνείδησης προς την θεότητα, εφόσον αυτή έχει κατορθώσει να κάψει τον προγενέστερο ψυχρό και «βαρύ» εαυτό της και να στραφεί προς τα αθάνατα. 

Ο θεός Ηρακλής έχει διανοίξει για τους θνητούς έναν σταθερό πύρινο διάδρομο ανάμεσα στην διαρκή ροή της θεότητος, από το Εν στο πλήθος και από το πλήθος στο Εν. Ο φιλόσοφος Ηρακλής ως ήλιος του Φθινοπώρου ρίχνει φως στα εσώτερα των γήινων πραγμάτων, οδηγώντας στην αυτογνωσία. Ο Ηρακλής ως τμήμα της Ηλιακής συνείδησης καθίσταται ο οδηγός για την ασφαλή γνώση του εαυτού, το κατεξοχήν ζητούμενο της ελληνικής σκέψης, μαζί με την σταθερή και διαρκή ψυχική πληρότητα και αρτιότητα. 

Κώστας Κεχαγιάς