Επιστολή υπ' αριθ. 151 / 12. 12. 2003

Με μεγάλη αγανάκτηση πληροφορηθήκαμε πως το Υπουργείο Εξωτερικών αποφάσισε και ανακοίνωσε δια στόματος του υφυπουργού κου Γιάννη Μαγκριώτη, την... ανάληψη των εξόδων για την ανέγερση χριστιανικής εκκλησίας στην... Κούβα (!).

Το ποσό που θα σταλεί στην μακρινή Κούβα ανέρχεται στα 100.000 δολάρια, και, φυσικά, προέρχεται από τους φόρους των Ελλήνων πολιτών, πλην όμως θα διατεθεί ανενδοίαστα σε αυτόν τον εμφανώς μη κοινωφελή, αλλά απλώς εξυπηρετικό της Εκκλησίας σκοπό, όταν μάλιστα οι ορθόδοξοι ομογενείς της Κούβας αριθμούν μόνον 40 ανθρώπους, αριθμό δυσανάλογα μικρό σε σχέση με το ποσό που θα δαπανηθεί.

Το γεγονός είναι πραγματικά εξωφρενικό αν αναλογισθούμε τις πραγματικές και επιτακτικές ανάγκες που έχουν πλείστοι όσοι Έλληνες πολίτες (σε ζητήματα υγείας, παιδείας, υπηρεσιών κ.ά.) και τις οποίες το Ελληνικό Κράτος δεν μπορεί στοιχειωδώς να εξυπηρετήσει, ως ώφειλε.

Επιπροσθέτως, είναι τουλάχιστον τραγικό την στιγμή που μέσα στην ίδια μας την χώρα δεν υπάρχουν οι δημοκρατικές προϋποθέσεις και οι θεσμοί που θα δημιουργήσουν πραγματικές συνθήκες ισότητας στο θρησκευτικό επίπεδο, το Ελληνικό Κράτος να εξακολουθεί να σύρεται από χαλκά περασμένο στην μύτη σύμφωνα με τις ορέξεις της δικτατορευούσης Εκκλησίας.

Πώς είναι δυνατόν την στιγμή που η πραγματική Ελληνική (Εθνική) και αυτόχθων Λατρεία των Ελλήνων είναι μετέωρη στην ίδια της την κοιτίδα, αντί να φροντίζει η Πολιτεία για την δημιουργία του αναγκαίου αλλά μη υπάρχοντος νομικού πλαισίου για την πλήρη και ουσιαστική αναγνώρισή της, να κόπτεται για την ανέγερση εκκλησίας των Ορθοδόξων σε μια τόσο απόμακρη χώρα με ασήμαντο αριθμό θρησκευτών;

Πώς είναι δυνατόν την στιγμή που δεν αναγνωρίζεται έμπρακτα και επίσημα από το Κράτος το στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα Ελλήνων πολιτών να θρησκεύονται σύμφωνα με το προγονικό τους έθος, να κατασπαταλά αυτό ένα τέτοιο ποσό για την «επιδότηση» της βαθύπλουτης Εκκλησίας, αντί να προνοήσει γι αυτούς που δεν έχουν τα ίδια, ή τα στοιχειώδη υλικά μέσα, μετά από αιώνες παρανομίας και κατάσχεση των περιουσιών των Ιερών τους και των θρησκευτών τους από τους Βυζαντινούς κατακτητές, των οποίων κληρονόμος και συνένοχος είναι η αδιαλείπτως έκτοτε δρώσα και ουδέποτε επανιδρυθείσα Εκκλησία;

Πώς είναι δυνατόν την στιγμή που οι δηλώσεις του προκαθημένου του δικτατορεύοντος θρησκευτικού δόγματος του Χριστιανισμού αναφέρονται σε... «βαρβάρους» γείτονες και «αλύτρωτες πατρίδες» (...) το Ελληνικό Κράτος και, ακόμα χειρότερα, το Υπουργείο Εξωτερικών που είναι και το πλέον θιγόμενο από τέτοιες δηλώσεις εκθέσεως της χώρας μας σε κίνδυνο, να συνδιαλέγεται υπηρετικά μαζί του και να βοηθά τους κερδοσκοπικούς σκοπούς του εν λόγω δόγματος σε ξένες, «βάρβαρες» σύμφωνα με τα ίδια τα λεγόμενά τους, χώρες, που μάλιστα έως πρόσφατα ήταν, τουλάχιστον τύποις, «άθεες»;

Πώς είναι δυνατόν να εξευτελίζεται συνεχώς στα μάτια της διεθνούς κοινότητας το Ελληνικό Κράτος για την πλήρη ανυπαρξία πολιτικής δύναμης σε ζητήματα όπως η ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους ή η επίσημη κατοχύρωση, με σαφείς νόμους, της αυτόχθονος και Εθνικής Λατρείας, για να μην δυσαρεστήσει τους «πνευματικούς» του αφέντες, συνεχίζοντας αντιθέτως μαζί τους το γνωστό ανόσιο και μεσαιωνικό σφιχταγκάλιασμα, το οποίο πληρώνουν με ουσιαστική έλλειψη θεσμών και δημοκρατικών λειτουργιών οι πολίτες του;

Και δυστυχώς εκτός από την ίδια αυτή την πράξη, την λογική της οποίας αδυνατούμε να αποδεχθούμε ως έλλογοι Έλληνες πολίτες, ακολούθησαν και σχετικές δηλώσεις του προαναφερθέντος υφυπουργού για την δικαιολόγηση αυτής της απόφασης, που ήσαν πραγματικά απογοητευτικές και εξοργιστικές. Κατανοούμε πλήρως βεβαίως την ανάγκη του να δικαιολογήσει αυτή την πράξη που εμφανώς είναι αντίθετη του κοινού συμφέροντος, αλλά εξυπηρετεί, όπως είπαμε, μόνον πολιτικές και εκκλησιαστικές σκοπιμότητες, όμως η χρήση που έκανε των πραγματικών Ελληνικών (Εθνικών) αρχών και αξιών για αυτή την δικαιολόγηση, υπήρξε αν μη τι άλλο τουλάχιστον εξοργιστική για όλους τους σκεπτόμενους Έλληνες πολίτες αλλά κυρίως για εμάς που δεν σταματήσαμε ποτέ να τιμούμε τα αυθεντικά Ελληνικά Πάτρια.

Δήλωσε λοιπόν ο κύριος υφυπουργός ανάμεσα σε άλλα, πώς «είναι σημαντική η ανέγερση του ναού και για την προβολή της σύγχρονης Ελλάδας και των οικουμενικών αξιών, παραμονή, μάλιστα, των Ολυμπιακών Αγώνων» και εμείς αναρωτιόμαστε αλήθεια αν θεωρεί ως καλή προβολή για την σύγχρονη Ελλάδα την ταύτιση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με το Ελληνικό Κράτος ή την ταύτιση της ιδιοτελούς βουλήσεως της Εκκλησίας για ανέγερση χριστιανικής εκκλησίας στην Κούβα με την βούληση των Ελλήνων πολιτών; Αναρωτιόμαστε επίσης αν θεωρεί ότι αυτό το γεγονός θ’ αποτελέσει «καλή προβολή» της χώρας μας, όταν κάθε έως τώρα «προβολή» της Ελλάδος στο εξωτερικό που είχε σχέση με θρησκευτικά ζητήματα υπήρξε ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΡΝΗΤΙΚΗ.

Ας μάθει λοιπόν, ο κύριος υφυπουργός, ότι οι πραγματικές, δηλαδή προχριστιανικές, Ελληνικές αξίες, οι μόνες πραγματικά οικουμενικές, δηλαδή πανανθρώπινες, αφού αναφέρονται σαφώς στον ’νθρωπο και την Λογική του φύση, ουδεμία σχέση είχαν ή μπορεί να έχουν ποτέ με την δεισιδαιμονία των χριστιανών και τα μεσαιωνικά μισαλλόδοξα κηρύγματα των ρασοφόρων ηγετών τους, αλλ’ αντιθέτως, επειδή αυτά διατυπώθηκαν από τους Πολυθεϊστές Έλληνες προγόνους μας, διώχθηκαν και διώκονται μέχρι σήμερα με απύθμενο μίσος από τους εκπροσώπους του κρατούντος μονοθεϊστικού δόγματος.

Είναι καιρός πια, όλοι οι πολιτικοί άντρες να βρουν επιτέλους το απαραίτητο θάρρος και ανδρισμό και να κόψουν, τόσο συναισθηματικά όσο και, κυρίως, νομικά / πολιτικά τους δεσμούς που αναγκαστικά τους κάνουν να έλκονται από χαλκά περασμένο στη μύτη τους, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικτατορεύοντος χριστιανικού δόγματος. Τέτοιες κινήσεις είναι που όντως θα προέβαλαν, όπως δείχνει να επιζητά ο κύριος υφυπουργός, τις πραγματικές Ελληνικές αξίες και επίσης θα τιμούσαν τους γεννήτορες αυτών των αξιών ευκλεείς προγόνους μας που σήμερα καθυβρίζονται σαν «ειδωλολάτρες».