Ελληνισμός είναι το πολιτισμικό οικοδόμημα του έθνους που λέγεται Ελληνικό, την εποχή που αυτό ήταν ελεύθερο, αυτόνομο και αυτοκαθοριζόμενο, ίδια ακριβώς όπως Romanitas είναι το πολιτισμικό οικοδόμημα του έθνους των Ρωμαίων μέχρι την στρατιωτική του ήττα στην αιματηρή μάχη του Φρίγδου (394 της era vulgaris) και την συνακόλουθη ιδιοποίηση κάποιων στοιχείων του από βαρβάρους και την παράλληλη καταστροφή άλλων που δεν γινόταν να ιδιοποιηθούν.

Το πολιτισμικό οικοδόμημα ενός έθνους αποτελεί τον Εθνισμό του, δηλαδή την ιδιαίτερη πολιτισμική μορφή, αξιακή κωδικοποίηση, ταυτότητα και σφραγίδα του, που, αθροισμένες ως «έθος», τού παρέχουν την δυνατότητα ν' αναπαράγεται και να διαιωνίζεται. Δίχως τον Εθνισμό του, κανένα απολύτως έθνος δεν μπορεί ν' αναπαραχθεί και να διαιωνισθεί.

Εκτός από οικοδόμημα, ο Εθνισμός είναι ταυτόχρονα και «μάτι» του έθνους. Προτού αυτό αρχίσει να δημιουργεί πολιτισμό και ιδιαίτερο αξιακό σύστημα (οι Έλληνες λ.χ. εφηύραν την Αρετή) υποχρεούται να έχει αποκτήσει «προσωπικότητα», δηλαδή ιδιοσυγκρασία και χαρακτηροδομή. Την «προσωπικότητά» του ένα Έθνος την αποκτά από τον τρόπο που θεάται και αντιλαμβάνεται τον κόσμο, εν γένει δηλαδή «τα πράγματα». Η κοσμοθέαση και κοσμοαντίληψη καθορίζουν την εθνική «προσωπικότητα», τόσο ως προσλήψεις όσο και ως εκπομπές. Στην δεύτερη μορφή τους αποτελούν αυτό που ονομάζουμε «θρησκεία», επί του προκειμένου «εθνική θρησκεία».

Ο Ελληνισμός λοιπόν είναι ιδιαίτερη πολιτισμική μορφή, αξιακή κωδικοποίηση, ταυτότητα και σφραγίδα του έθνους εκείνων που λέγονταν Έλλήνες, δηλαδή ο Εθνισμός τους, αναπόσπαστο τμήμα του οποίου ήταν, και παραμένει διαχρονικά, η επίσης ιδιαίτερη (Εθνική) Θρησκεία του ή (Εθνική) Παράδοσή του. Και μιας και ακουμπήσαμε τον όρο, καλό είναι να σημειωθεί εδώ ότι η «Παράδοση» είναι αξιωματικώς σύμφυτη του έθνους που την γέννησε, δηλαδή Εθνική, και δεν μπορεί να έχει χρονική αφετηρία μεταγενέστερη της αφετηρίας αυτού του έθνους. Συνεπώς, κανένα κλειστό σύστημα αντίληψης και συμπεριφοράς που εφευρέθηκε κάποια στιγμή και μετά επεκράτησε καταστρέφοντας όλες τις προγενέστερες εθνικές Παραδόσεις, δεν αποτελεί Παράδοση.

Έξω από την συγκεκριμένη τους Εθνική Θρησκεία και Παράδοση, οι Έλληνες ποτέ δεν θα είχαν κατορθώσει ούτε την λογική σύλληψη και διατύπωση του Κόσμου, ούτε το ιδιαίτερο αξιακό τους σύστημα που άκουγε στο όνομα «Αρετή». Πώς θα γινόταν άλλωστε, όταν ο ίδιος ο ορισμός της τελευταίας αρχίζει από και τελειώνει σε μία αναφορά στους Θεούς του Ελληνικού Πολυθεϊσμού. Αρετή είναι η ποιότητα των Θεών που, κατερχόμενη στο επίπεδο των θνητών, μετατρέπεται σε ηθική ποιότητα που οδηγεί τον άνθρωπο στην τελείωσή του. Η σύνοψη που έκανε ο Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων είναι χαρακτηριστική: «η Αρετή είναι η έξις μέσω της οποίας είμαστε αγαθοί. Πραγματικά αγαθό βεβαίως είναι η Θεότης, οι δε άνθρωποι γινόμαστε αγαθοί με το να τη μιμούμαστε στα πλαίσια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων».

Μέχρι εδώ όλα θα ήταν καλά, τόσο με τον Ελληνισμό όπως και με όλους τους άλλους, πολλούς, Εθνισμούς που την εποχή της πολιτισμικής υγείας της ανθρωπότητας αποτελούσαν ένα πολύμορφο, πολύτροπο και πολύχρωμο σύστημα, την λεγόμενη «εθνόσφαιρα» του πλανήτη. Όμως η εποχή εκείνη παρήλθε. Και στην θέση της ήλθαν αιώνες που η κύρια πολιτισμική απαίτηση είναι η ομογενοποίηση όλων των ανθρώπων κάτω από ένα και μοναδικό μοντέλο αντίληψης των πραγμάτων, επεξεργασίας των δεδομένων τους και ενιαίας συμπεριφοράς. Αυτή ήταν η απαίτηση του επιθετικού, προσηλυτιστικού, μονοθεϊσμού: αρχικά μέσω του Χριστιανισμού και εν συνεχεία μέσω του Ισλάμ.

Ακόμα και μέχρι εδώ θα μπορούσε κανείς να συμφιλιωθεί με την ιστορική πραγματικότητα μίας βίαιης επικράτησης που επέβαλε στην ανθρωπότητα ένα καινούργιο πολιτισμικό κατεστημένο. Στο κάτω κάτω της γραφής, πρωτόγονοι ξεπρωτόγονοι οι νικητές προσηλυτιστές απόδειξαν την αναντίρρητη αριστεία τους τόσο στην πανουργία όσο και στην άσκηση πρωτοφανούς βίας κατά των αντιπάλων τους. «Ουαί τοις ηττημένοις».

Κάποια πράγματα όμως δεν μπορούν να εξοντωθούν με την φυσική βία. Η ανάμνηση της δόξας, η αίγλη, το μεγαλείο ακόμα και εκείνου που σε φυσικό επίπεδο ίσως συντριβεί, μένουν αιώνια. Για ν' αντιμετωπιστεί λοιπόν αυτό το πρόβλημα, πολύ μεγάλο ομολογουμένως πρόβλημα, οι προσηλυτιστές εφηύραν την μέθοδο της ιδιοποίησης του ονόματος του εχθρού, τον οποίο εξαφανίζεις απλώς παριστάνοντας ότι αυτός είσαι. εσύ!

Καθώς το όνομα «Έλλην» ήταν λίαν μισητό στους πρώτους προσηλυτιστές, αφέθηκε ήσυχο επί πολλούς αιώνες να σημαίνει, και πολύ σωστά σε τελευταία ανάλυση, τον υποτιθέμενο «ειδωλολάτρη», και η ιδιοποίηση στόχευσε αποκλειστικά στην τότε θεωρούμενη καρδιά του Εθνικού κόσμου, την Ρώμη. Βάρβαροι επαρχιώτες, άξεστοι ανατολίτες και αντιπολιτισμικοί χριστιανοί επέδραμαν κατά του νεκρού σώματος της Ρώμης και έκλεψαν το δαχτυλίδι - «σφραγίδα» της, υπογράφοντας έκτοτε οι ίδιοι ως «Ρωμαίοι». Εν Χριστώ «Ρωμαίοι», την «δεύτερης», της «τρίτης», της «νιοστής» «Ρώμης», «Άγιες» «Ρωμαϊκές» αυτοκρατορίες Καρλομάγνων, Βασίλειων Βουλγαροκτόνων και Ιβάν Τρομερών.

Το μισητό όνομα «Έλλην», μισητό ακόμα και μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, επανήλθε, καλώς ή κακώς, στον σύγχρονο κόσμο ως φυσικό αποτέλεσμα (υπηκοότητα) της δημιουργίας ενός υποτιθέμενου «κράτους» (στην πραγματικότητα οικόπεδου των εκάστοτε «μεγάλων» δυνάμεων) που για τον α ή β λόγο επελέγη από κάποιους να ονομάζεται «ελληνικό». Εάν λεγόταν «Ρωμανία», οι υπήκοοί του θα λέγονταν «ρωμάνοι» ή «ρωμιοί» και ο όρος «Έλληνας» θα εξακολουθούσε να σημαίνει αυτό που σήμαινε στην αρχαιότητα (θετικά, ως πρόταση πολιτισμένου, ανοικτόφρονα και ένθεου ανθρώπου), αλλά και μετά από αυτήν (αρνητικά, ως το πρότυπο του «ειδωλολάτρη»).

Το ορθόδοξο χριστιανικό «ελληνικό» κράτος βρέθηκε λοιπόν από την ιστορική συγκυρία στην ανάγκη να διαχειριστεί το απεχθές όνομα και να το κάνει δικό του. Έτσι γεννήθηκε ο «Ελληνοχριστιανισμός», αν και ένα μεγάλο τμήμα της λεγόμενης «Ορθοδοξίας» δεν φάνηκε να έχει πρόβλημα να εξακολουθεί να το απεχθάνεται και να μιλάει για «γένος των ορθοδόξων» ή για «ρωμιοσύνη», ιδίως η αγιορείτικη φέτα που υπηρετεί τον Μόσκοβο και τα διάφορα πατριαρχεία που υπηρετούν μία «transnational» ιδέα που ακούει στον όρο «rum orthodox».

Οι «Ελληνοχριστιανοί» λοιπόν χρησιμοποίησαν ως υποπόδιό τους το λάφυρο πολέμου που με την βοήθεια 4 φωνηέντων και 6 συμφώνων ηχεί «ελληνισμός». Από δαιμονοποιημένος, επάρατος Εθνισμός, ο «Ελληνισμός» έγινε η δικαιολογία για να λυμαίνονται έναν από τους πιο άγιους τόπους του πλανήτη ορδές ανθρώπων που προσκυνούν έναν ξένο θεό και θεωρούν «άγιους τόπους» τους κάποια συγκεκριμένα γεωγραφικά σημεία της Παλαιστίνης. Και μάλιστα με κρατική κυριαρχία!

Δυστυχώς γι' αυτούς όμως, ο Ελληνισμός ποτέ δεν πέρασε στην ιδιοκτησία τους, ούτε καν ως λάφυρο πολέμου. Αντίθετα ηττημένος και υποχρεωμένος να κινηθεί επί αιώνες υπογείως για να επιβιώσει, εδώ και 6 αιώνες αναζητάει συγκροτημένα την ιστορική συγκυρία που θα διεκδικήσει ξανά αυτό που φυσικώ και ηθικώ δικαίω δικαιούται, δηλαδή την ελευθερία του, την αυτονομία του και τον αυτοκαθορισμό του. Όπως άλλωστε ανάλογη συγκυρία αναζητάει το κάθε υποδουλωμένο στους προσηλυτιστές έθνος του πλανήτη, που ακόμα έχει συνειδητά και ζώντα μέλη:

«Το δίκιο δεν αποτιμάται λογιστικά, ούτε και η αλήθεια είναι θέμα πλειοψηφίας. Αυτό στο οποίο πιστεύουν οι πολλοί δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής μετά από κάποια στοιχειώδη κρίση, ούτε καν κληρονομιά μίας πραγματικής παράδοσης. Αντίθετα, αυτό στο οποίο εξακολουθούν να πιστεύουν οι λίγοι που ως μέλη μεγάλων ή μικρών συλλογικοτήτων (ολόκληρων εθνών ή μικρών εθνοτήτων) ακόμα αντιστέκονται, είναι η αλήθεια ενός παρελθόντος που η ανθρωπότητα είχε πνευματική ισορροπία, ψυχική υγεία, ωραιότητα και πολυμορφία. Ενός υγιούς παρελθόντος που ευελπιστούμε να το δούμε ως υγιές μέλλον σε κάποια επόμενη στροφή της Ιστορίας των ανθρώπων».

Βλάσης Γ. Ρασσιάς